πνέμα

πνέμα
το, Ν
βλ. πνεύμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Minuscule 642 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 642 Text Acts of the Apostles, Catholic epistles, Pauline epistles † Date 14th century Script …   Wikipedia

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • ρέμα — το, Ν 1. το ρεύμα, η κοίτη χειμάρρου 2. χαράδρα, ρεματιά 3. φρ. α) «τον πήρε το ρέμα» καταστράφηκε οικονομικά ή ηθικά β) «εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα» υπάρχει αδιέξοδο και οι δύο επιλογές είναι δυσάρεστες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεῦμα* (πρβλ. πνέμα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”